- ομόκερκος
- -η, -οζωολ. α) χαρακτηρισμός ψαριών που το ουραίο πτερύγιό τους είναι συμμετρικόβ) το ουδ. ως ουσ. το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών που έχει σχεδόν ή πλήρως σύμμετρο τον άνω και κάτω λοβό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + κέρκος «ουρά». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.