ομόκερκος

ομόκερκος
-η, -ο
ζωολ. α) χαρακτηρισμός ψαριών που το ουραίο πτερύγιό τους είναι συμμετρικό
β) το ουδ. ως ουσ. το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών που έχει σχεδόν ή πλήρως σύμμετρο τον άνω και κάτω λοβό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + κέρκος «ουρά». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοκερκία — η [ομόκερκος] ζωολ. το χαρακτηριστικό γνώρισμα τών ομόκερκων ψαριών, δηλ. τών ψαριών με συμμετρικό ουραίο πτερύγιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”